Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η περιοχή των Εξαρχείων και της Νεάπολης ονομαζόταν Πιθαράδικα λόγω των εργαστηρίων που υπήρχαν στην περιοχή και κατασκεύαζαν πιθάρια από πηλό όπου την πρώτη ύλη την προμηθευόντουσαν από το λόφο του Στρέφη, που λειτουργούσε ως λατομείο.
Η συνοικία δημιουργήθηκε και επεκτάθηκε αυθαίρετα το 1840 από κυκλαδίτες μαστόρους και εργάτες, οι οποίοι ανοικοδομούσαν τότε την Αθήνα, κατασκευάζοντας τα κτίρια του Πανεπιστημίου, της Ακαδημίας, της Βιβλιοθήκης, του Χημείου και του Πολυτεχνείου, αργότερα. Η περιοχή μετονομάστηκε σε Προάστειον, αποτελώντας το προάστιο της πόλης της Αθήνας η οποία τότε περιοριζόταν στους δρόμους γύρω από το Σύνταγμα και την Ακρόπολη, και περικλειόταν από τις οδούς Ζωοδόχου Πηγής και Θεμιστοκλέους με την οδό Τζαβέλα να θεωρείται το σύνορο της με την πόλη της Αθήνας.
Το 1865 που εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης και άρχισε σταδιακά να αναπτύσσεται, χαράσσοντας οδικούς δρόμους όπως την οδό Μπενάκη που ονοµάστηκε αρχικά οδός Προαστίου και την οδό Χαριλάου Τρικούπη που ονομαζόταν Πινακωτών. Η πολεοδομική συγκρότηση της περιοχής χαρακτηρίστηκε από στενά και ακανόνιστα δροµάκια, τα οποία διατηρήθηκαν στην αρχική τους μορφή και μετά την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως. Πρόκειται για τις οδούς Κιάφας, Σουλίου, Ζαλόγγου, Γραβιάς, Λόντου, Μεσολογγίου, Μάνης, Τζαβέλα, Νικηταρά, Μαυροκορδάτου.
Το σχέδιο πόλεως του 1865 περιέλαβε στο βορειοανατολικό του τµήµα, την περιοχή από την οδό Στουρνάρη µέχρι τις οδούς, Αραχόβης, Ζωοδόχου Πηγής, Διδότου, και Σίνα, έως και την πλατεία Κολωνακίου και, έκτοτε, έφτασε µε διαρκείς επεκτάσεις, τον 19ο αιώνα, βορειοανατολικά έως την Αλεξάνδρας. Γύρω από το µικρό άλσος τού Αγίου Νικολάου επικράτησε το τοπωνύμιο «Πευκάκια», ενώ στη γύρω, της οδού Θεμιστοκλέους περιοχή, το τοπωνύμιο «Εξάρχεια», από το επώνυμο ενός Ηπειρώτη, του Έξαρχου, που διατηρούσε παντοπωλείο στην διασταύρωση των οδών Θεμιστοκλέους και Σολωµού στην νοτιοδυτική γωνία.
Το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη (1929) αναφέρει τα Εξάρχεια ως «τοποθεσία των Αθηνών εν τη συνοικία της Νεαπολέως, περί τα σηµεία και την µικράν πλατείαν ένθα συναντάται η οδός Θεμιστοκλέους μετά των οδών Στουρνάρα, Σολωµού, Αραχόβης, Βαλτετσίου και Μεταξά».
Αναπόσπαστο κομμάτι της συνοικίας αποτελεί ο λόφος του Στρέφη. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας λεγόταν Πινακωτά (παραφορά της τουρκικής λέξης «Μπινέκντασι», που σήμαινε πέτρα ή υψηλός βράχος).
Αρχικά λειτουργούσε ως λατομείο και άνηκε στην οικογένεια Στρέφη από οπού εξάγονταν οικοδομικά υλικά και υλικά για την παρασκευή πήλινων αντικειμένων. Εξάλλου, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η περιοχή των Εξαρχείων και της Νεάπολης ονομαζόταν Πιθαράδικα λόγω των εργαστηρίων που υπήρχαν στην περιοχή και κατασκεύαζαν πιθάρια από πηλό όπου την πρώτη ύλη την προμηθευόντουσαν από το λατομείο του Στρέφη.
Το 1928 απαλλοτριώθηκε από το κράτος και το 1936 έγινε η πρώτη ανάπλαση με δενδροφύτευση και την κατασκευή μικρού θεάτρου και πεζόδρομων ενώ παραδόθηκε στους πολίτες για περιπάτους.
Το 1944-1945, ο λόφος περνάει από την ιδιοκτησία τού υπουργείου Γεωργίας στον δήµο Αθηναίων. Το όνοµα του από άλσος Πινακωτών, γίνεται λόφος τού Στρέφη.
Η επόμενη ανάπλαση γίνεται το 1985 με την κατασκευή ανοικτού γηπέδου καλαθοσφαίρισης και νέας πεζοδρόμησης. Έκτοτε έχει αφεθεί στην τύχη του και μόνο φιλότιμες προσπάθειες των κατοίκων και των φίλων του λόφου τον κρατούν ζωντανό.
Η συνοικία των Εξαρχείων και της Νεάπολης, από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης της, αποτέλεσε τόπο κατοικίας φοιτητών, ποιητών, λογοτεχνών, καλλιτεχνών και γενικότερα ανήσυχων πνευματικά ανθρώπων. Στα καφενεία της συνοικίας στα τέλη του 19ου αιώνα συζητούσαν και παρουσίαζαν τα έργα τους ποιητές, μουσικοί και λογοτέχνες ενώ οι πολιτικές συζητήσεις ανάμεσα στους θαμώνες των Εξαρχείων συνηθίζονται από τότε έως σήμερα. Αυτή η περιοχή της Αθήνας είχε από την αρχή και διατηρεί έως σήμερα ποικιλομορφία στην σύνθεση των κατοίκων της. Στα Πιθαράδικα συγκατοικούσαν καθηγητές πανεπιστημίων με φτωχούς φοιτητές, αστοί και έμποροι με υπαλλήλους και εργάτες, διεθνούς φήμης ποιητές και λογοτέχνες με αντιθεσμικούς και ριζοσπάστες καλλιτέχνες. Ίσως λόγω αυτής της ανομοιογένειας τα Εξάρχεια να αποτέλεσαν και να αποτελούν μια ιδιαίτερη συνοικία της Αθήνας, ένα κέντρο διανόησης, κοινωνικής και πολιτικής ζύμωσης ένα διαρκώς ανήσυχο κομμάτι της πόλης, που συγκεντρώνει πληθώρα βιβλιοπωλείων και εκδοτικών οίκων, θεατρικών και μουσικών σκηνών παράλληλα με πολλές πολιτικές ομάδες, συλλογικότητες και στέκια.
Ιστορικό εξεγέρσεων και αντίστασης
Τα πρώτα επεισόδια μεταξύ φοιτητών και αστυνομικών δυνάμεων στην περιοχή ήταν τα περίφημα «σκιαδικά» το 1859. Τότε ομάδες φοιτητών κατέβηκαν στα Εξάρχεια από το λόφο του Στρέφη με ψάθινα καπέλα που κατασκευάζονταν στη Σίφνο, θέλοντας με τον τρόπο αυτό να διαμαρτυρηθούν για τις υψηλές τιμές καπέλων από το εξωτερικό και γενικότερα για την οικονομική πολιτική των Βαυαρών. (οι φοιτητές την εποχή εκείνη ήταν αναγκασμένοι να φορούν πηλίκια)
Στα τέλη του 1896, με αρχές του 1897, φοιτητές, κάτοικοι των Εξαρχείων, παίρνουν μέρος σε κοινωνικές αναταραχές με ορμητήριο το Πανεπιστήμιο ενάντια στη πολιτική της Βαυαρικής εξουσίας και των κατασταλτικών δυνάμεων του Μπαϊρακτάρη.
Τη χρονική περίοδο 1940-1944 τα Εξάρχεια αποτέλεσαν κέντρο εξελίξεων και συγκρούσεων. Η μορφολογία των Εξαρχείων με τα πολλά και μικρά στενά τους επέτρεπαν στους Ελασίτες να κινούνται γρήγορα και στη σκιά ενώ ήταν αποτρεπτικά για τα ογκώδη άρματα μάχης του εχθρού.
Η πρώτη συνάντηση ιδρυτών του ΕΑΜ έγινε στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 σε σπίτι της οδού Μαυρομιχάλη. Στις 5 Μαρτίου 1943 στην γωνία Μπουμπουλίνας και Τοσίτσα, διαδραματίστηκε πολύνεκρη σύγκρουση ένοπλων κατακτητών με άοπλους Αθηναίους, που διαδήλωναν διαμαρτυρόμενοι για τα σχέδια να σταλούν Έλληνες πολίτες για αναγκαστική εργασία στη Γερμανία.
Στα Δεκεμβριανά του 1944, η περιοχή βρισκόταν ανάμεσα σε δύο στρατόπεδα. Συγκεκριμένα οι Ελασίτες ήταν οχυρωμένοι στον λόφο του Στρέφη και τα γύρω κτίρια ενώ οι κυβερνητικοί στο Χημείο και Κολωνάκι. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών σημειώθηκαν πολλές μάχες, ενώ για λίγο καιρό μέχρι και η περίφημη «μπλε πολυκατοικία» στη γωνία πλατείας Εξαρχείων και οδού Αραχόβης, είχε καταληφθεί από Ελασίτες για να εγκατασταθεί πολυβόλο ενάντια στα αγγλικά άρματα μάχης που προσπαθούσαν να προσεγγίσουν το Πολυτεχνείο από την πύλη της Στουρνάρη. Φοιτητές στρατευμένοι στο λόχο λόρδου Βύρωνα μάχονταν τα βρετανικά άρματα μάχης από πολυκατοικία της οδού Στουρνάρη ενώ δεύτερη ομάδα του ίδιου λόχου έδινε μάχη στην οδό Διδότου. Ο λόχος λόρδου Βύρωνα δημιουργήθηκε την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου 1944 μετά την έναρξη των δεκεμβριανών, από φοιτητές που συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Εξαρχείων. Είχε προηγηθεί συνάντηση σε σχολείο της Φωκίωνος Νέγρη η οποία βομβαρδίστηκε από βρετανικά στρατεύματα από τον Λυκαβηττό.
Στην οδό Μπουμπουλίνας επί κατοχής λειτουργούσαν κρατητήρια των Γερμανών και αργότερα, επί χούντας, ήταν η Γενική Ασφάλεια. Το 1991 το ΚΚΕ αγόρασε το κτήριο και μετά το ξαναπούλησε στο κράτος όπου και εγκαταστάθηκε το Υπουργείο Πολιτισμού.
Στη διάρκεια της δικτατορίας το Φεβρουάριο του 1973, φοιτητές πραγματοποιούν κατάληψη στη Νομική σχολή Αθηνών, στην οδό Σόλωνος ενώ λίγους μήνες αργότερα, το Νοέμβριο, γίνεται κατάληψη του Πολυτεχνείου από φοιτητές και εξεγερμένους νεολαίους ενάντια στη χούντα.
Αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται, οι “επιχειρήσεις αρετής” δεν ξεκίνησαν τέλη Σεπτέμβρη-αρχές Οκτώβρη του ‘84 στα Εξάρχεια, αλλά 8 χρόνια νωρίτερα, την άνοιξη του 1976. Ήταν εκτεταμένες επιχειρήσεις αστυνομικής καταστολής σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα, παρόμοιες με τις πρόσφατες “επιχειρήσεις σκούπας”, κατά τις οποίες δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι προσάγονταν χωρίς λόγο. Αν όμως στις πρόσφατες, ο “εσωτερικός εχθρός” ήταν κυρίως οι μετανάστες, στις παλιότερες ήταν αντίστοιχα η νεολαία. Το 1978-80 από τα Εξάρχεια ξεκινούν οι πρώτες καταλήψεις στέγης στην Ελλάδα, οι οποίες θα κατασταλούν σαν «άντρα ανομίας και ναρκωτικών» πριν συμπληρώσουν ένα χρόνο λειτουργίας.
Στις 8/4/1980 αστυνομικοί εισέβαλαν στην ταβέρνα «Τιπούκειτος» στα Εξάρχεια, διέκοψαν το μουσικό πρόγραμμα και προσήγαγαν τον τραγουδιστή κι όλους τους θαμώνες (κάπου 100 άτομα) για εξακρίβωση στοιχείων. Δεν κρατήθηκε κανείς, ανακρίθηκαν όμως όλοι τους ρωτώντας τους «τι δουλειά είχαν εκεί»!
Το 1984 τα Εξάρχεια στοχοποιούνται και πάλι από τις αρχές, αυτή τη φορά με αφορμή τους πανκς οι οποίοι διώκονται για την εμφάνισή τους και τη συνήθειά τους να συγκεντρώνονται στη πλατεία των Εξαρχείων, μέσω των επιχειρήσεων Αρετή υπό την επίβλεψη του αστυνομικού διευθυντή Μποσινάκη (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ).
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, μετά από πετροπόλεμο με τις δυνάμεις καταστολής και συγκρούσεις στους δρόμους των Εξαρχείων, αστυνομικοί εισέβαλαν στον θερινό κινηματογράφο Βοξ και ξυλοκόπησαν τους θεατές.
Το 1985 οι επεμβάσεις της αστυνομίας στην πλατεία και στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων είναι καθημερινές,
το ενδυματολογικό κριτήριο καταργείται και προσάγονται στο σορό κάτοικοι και θαμώνες. Στις 9 Μαΐου 1985 η αναρχική εφημερίδα «Σπάστης» καλεί σε συγκέντρωση στην πλατεία Εξαρχείων με κεντρικό σύνθημα «έξω η αστυνομία από τα Εξάρχεια». Η αστυνομία με πλήθος δυνάμεων των ΜΑΤ και ΜΕΑ περικυκλώνει την πλατεία και η συγκέντρωση απαγορεύεται από τον εισαγγελέα και τον αστυνομικό διευθυντή Χοχτούλα εκδίδοντας την ανεκδιήγητη ανακοίνωση «απαγορεύεται η πορεία αλλά και η συγκέντρωση στο χώρο της πλατείας. Έχετε 5 λεπτά καιρό να διαλυθείτε. Αν τολμήσετε να φωνάξετε συνθήματα όπως μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι τότε θα συλληφθείτε και θα ισοπεδωθείτε.» Στους γύρω δρόμους πραγματοποιείται ανθρωποκυνηγητό και μαζικές συλλήψεις. Ο κόσμος διαφεύγει προς το Χημείο όπου και καταλήγει. Πραγματοποιείται κατάληψη και γίνονται σφοδρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής. Η κατάληψη έληξε στις 13 Μαΐου με πορεία 4000 που προσέγγισε το Χημείο μέσω της Ακαδημίας και απεγκλώβισε τους 35 καταληψίες.
Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς δολοφονείται πισώπλατα με πυροβολισμό ο Μιχάλης Καλτεζάς από τον αστυνομικό Μελίστα στη γωνία Μπόταση και Στουρνάρη. Καταλαμβάνονται το Πολυτεχνείο και το Χημείο και ακολουθούν συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής. Πραγματοποιείται άρση του ασύλου και άγρια καταστολή στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Στον Τύπο αναφέρεται για πρώτη φορά ο όρος “κράτος των Εξαρχείων” και ο υπουργός
Δ.Τ Αντώνης Δροσογιάννης δηλώνει ότι δεν θα ανεχθεί κράτος αναρχικών ή οποιονδήποτε άλλων στα Εξάρχεια.
Από τότε εώς σήμερα όλοι οι υπουργοί δημόσιας τάξης αναφέρουν το ίδιο.
Το 1995 η πορεία για την επέτειο του Πολυτεχείου συνοδεύεται από την εξέγερση στις φυλακές Κορυδαλλού, στην πορεία γίνονται σφοδρές συγκούσεις με τις δυνάμεις καταστολής και πραγματοποιείται κατάληψη του Πολυτεχνείου. Στο χώρο της κατάληψης στήνεται μικροφωνική και στέλνονται μηνύματα αλληλεγγύης στους εξεγερμένους φυλακισμένους. Τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου 18 Νοεμβρίου 1995 ΜΑΤ εισέρχονται στον προαύλιο χώρο του Πολυτεχνείου και πραγματοποιούν την μαζικότερη σύλληψη στην ιστορία τους με 504 συλληφθέντες. Εμπνευστής της εισβολής, των δυνάμεων καταστολής ήταν ο τότε υπουργός δημοσίας τάξης Σήφης Βαλυράκης.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2008 στη συμβολή των οδών Τζαβέλα και Μεσολογγίου δολοφονείται εν ψυχρώ ο Α. Γρηγορόπουλος από τον αστυνομικό Ε. Κορκονέα. Άμεσα κόσμος συγκεντρώνεται στην πλατεία Εξαρχείων και τους γύρω δρόμους. Πραγματοποιείται κατάληψη του Πολυτεχνείου και αρχίζουν συγκρούσεις με την αστυνομία. Την επόμενη μέρα οργανώνεται πορεία που ξεκινά από το Πολυτεχνείο για την Γ.Α.Δ.Α όπου οι συγκρούσεις συνεχίζονται με ένταση. Η αγανάκτηση του κόσμου και η μαχητική του διάθεση διαρκούν αμείωτες για δεκαπέντε ημέρες. Συγκρούσεις γίνονται στις περισσότερες πόλεις της χώρας και μηνύματα αλληλεγγύης φτάνουν από όλο τον κόσμο. Τα Εξάρχεια ξανά στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών αλλά και των ΜΜΕ και ο χαρακτηρισμός «κράτος των Εξαρχείων» επανέρχεται. Το 2009 ο νέος υπουργός δημοσίας τάξης, τώρα προστασίας του πολίτη, Μ. Χρυσοχοΐδης θέλοντας και αυτός να βάλει τέλος στο «κράτος των Εξαρχείων» θέτει σε εφαρμογή επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ και τα Εξάρχεια γίνονται πιο αστυνομοκρατούμενα από ποτέ. Κλούβα των ΜΑΤ σταθμεύει μόνιμα στην Στουρνάρη και αστυνομικοί όλων των ομάδων, ασφαλίτες, ειδικοί φρουροί, Δέλτα κάνουν τις βόλτες τους στην συνοικία. Η απάντηση του κόσμου δεν άργησε να έρθει, με την δημιουργία συνέλευσης με την ονομασία «Συλλογικότητες, άτομα και κάτοικοι από τα Εξάρχεια» κάνουν παρεμβάσεις στην περιοχή, αφισοκολλήσεις και μικρές πορείες εντός της συνοικίας. Η κορύφωση των δράσεων της συνέλευσης αυτής ήρθε με την διοργάνωση κεντρικής πορείας ενάντια στην κρατική καταστολή με αποτέλεσμα η επιχείρηση του Χρυσοχοΐδη να τελειώσει άδοξα.
Εφόσον δεν έγινε δυνατό από το κράτος, δια της ευθείας οδού, να επιβάλλει την καθημερινή αστυνομική παρουσία στα Εξάρχεια προσπάθησε να πείσει τους κατοίκους να ζητήσουν μόνοι τους τη συνδρομή της. Για το σκοπό αυτό κλείνει τα μάτια στην υπεραγορά ουσιών που γίνεται στην περιοχή ελπίζοντας πως η καθημερινή εικόνα εξαρτημένων ατόμων και η συνεχής προβληματική συμπεριφορά τους θα έκανε, ότι αυτοί δεν μπόρεσαν να κάνουν, δηλαδή να εγκαθιδρύσουν αστυνομική δύναμη στα Εξάρχεια. Και εδώ, άτομα από τον αναρχικό αντιεξουσιαστικό χώρο και κάτοικοι της περιοχής έδωσαν τη λύση. Το 2010 με συνεχείς παρεμβάσεις και ανοιχτές συνελεύσεις στην πλατεία την ανακαταλαμβάνουν διώχνοντας το εμπόριο ηρωίνης δίνοντας της ξανά ζωή. Τοποθετούν κούνιες για μικρά παιδιά και μπασκέτα για μεγαλύτερα ενώ οι προβολές ταινιών και τα θεατρικά δρώμενα είναι στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα.
Το 2011 φαινόμενα κοινωνικού κανιβαλισμού κάνουν την εμφάνιση τους στα Εξάρχεια αυτή τη φορά στην περιοχή της κατάληψης του πάρκου Ναυαρίνου και των γύρω δρόμων Μάνης, Τζαβέλα, Μεσολογγίου. Το εμπόριο ναρκωτικών ανθίζει, κάτοικοι και θαμώνες της περιοχής τρομοκρατούνται από μικρό συμμορίες νεαρών που θεωρούν τα Εξάρχεια ξέφραγο αμπέλι και άνδρο ασυδοσίας. Το ζήτημα δεν έμεινε αναπάντητο. Μία καινούργια συνέλευση δημιουργήθηκε από αναρχικούς, αντιεξουσιαστές, κατοίκους και άτομα που δραστηριοποιούνται στην περιοχή αναλαμβάνοντας δράση ενάντια στον κοινωνικό κανιβαλισμό. Πραγματοποιούνται μικροφωνικές συγκεντρώσεις, μοιράζονται κείμενα στα επίμαχα σημεία και σε όλη την συνοικία, οργανώνονται μικρές πορείες στα στενά των Εξαρχείων και γίνεται ξεκάθαρο πως στην περιοχή αυτή της Αθήνας οι τραμπουκισμοί, ο σεξισμός και το εμπόριο ουσιών δεν χωράνε. Όσο και αν προσπαθεί ο υπουργός προστασίας του πολίτη να αναγκάσει τον κόσμο των Εξαρχείων να καταφύγει σε ψεύτικους σωτήρες, όπως η αστυνομία, ακολουθώντας το ρητό του Χίτλερ «ο λαός πρέπει να νομίζει ότι σε έχει ανάγκη» τα Εξάρχεια παραμένουν στα χέρια των ανθρώπων που τα ζουν καθημερινά, δρουν στην περιοχή και τα αγαπάνε. Όσο το αυτοοργανωμένο αντικαπιταλιστικό κίνημα αντιστέκεται στα σχέδια του κράτους και του κεφαλαίου τα σχέδια καταστολής της κοινωνίας που καταστρώνει το κράτος θα πέφτουν στο κενό. Το Κ*ΒΟΞ φιλοδοξεί να συμβάλει στην ακύρωση τέτοιων σχεδίων και να αποτελέσει χώρο ελεύθερης συνεύρεσης και επικοινωνίας, πολιτικής ζύμωσης και αλληλεγγύης.