Εισήγηση για την κατασταλτική επίθεση εναντίον του Κ*Βοξ

Η κατασταλτική επίθεση εναντίον στο Κ* ΒΟΞ αποτελεί ένα κομμάτι του αναβαθμισμένου κρατικού σχεδιασμού για την καταστολή του συνόλου των καταλήψεων. Δρομολογήθηκε συστηματικά και είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς στοχευόμενων κινήσεων-προπομπών που προηγήθηκαν:

1) Με μια σειρά επερωτήσεων στη Βουλή από μνημονιακούς και μη μνημονιακούς βουλευτές σχετικά με το σύνολο σχεδόν των καταλήψεων του κέντρου της Αθήνας. Ειδικά για το Κ* ΒΟΞ, με την επερώτηση του Αθ. Πλεύρης προς τους υπουργούς ΠΡΟ.ΠΟ και Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης

2) Από την εγκύκλιο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τέντε στους προϊστάμενους των εισαγγελιών Εφετών της επικράτειας, τη βδομάδα πριν το Πάσχα, για την αυτεπάγγελτη παρέμβασή τους σε περιπτώσεις καταλήψεων Πανεπιστημίων, Υπουργείων  και λοιπών δημοσίων υπηρεσιών. Στην εγκύκλιο αυτή καλούνται οι εισαγγελείς, προκειμένου να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, να διώκουν αυτεπαγγέλτως τους καταληψίες για το  πλημμέλημα της διατάραξης οικιακής ειρήνης και ζητείται η  συνδρομή των αστυνομικών δυνάμεων, αλλά και των προϊσταμένων των υπηρεσιών για να εντοπίζεται η ταυτότητα των δραστών. Και προχωρώντας ένα βήμα παραπάνω ζητείται να ερευνείται αν οι υπεύθυνοι των δημοσίων κτιρίων δείχνουν «ανοχή» στις καταλήψεις διαπράττοντας το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος, οπότε διώκονται και αυτοί.

Θεωρούμε ότι αυτό το κατασταλτικό χτύπημα εντάσσεται στα πλαίσια της κεντρικής πολιτικής του κράτους να στοχοποιεί συστηματικά τα ανταγωνιστικά ριζοσπαστικά εγχειρήματα, όπως οι καταλήψεις και οι αυτοοργανωμένοι χώροι.

Η εγκύκλιος Τέντε όμως είναι ενδεικτική και για άλλους λόγους. Από την μία φαίνεται να συγκροτείται ένας δικαστικός κύκλος (Τέντες, Ράικου, Μπαλτάς, Μόκας κ.ά) με στόχο να λειτουργήσουν σαν σωσίβιο στο διαλυμένο πολιτικό σκηνικό, κάτι που θυμίζει σε γενικές γραμμές το ρόλο που έπαιξε και παίζει το δικαστικό σώμα στην Ιταλία, μοιάζει δηλαδή με μια «επιχείρηση καθαρά χέρια αλλά ελληνικά». Από την άλλη, η εγκύκλιος Τέντε έχει ένα ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόμενο και συγκεκριμένη στόχευση. Ποινικοποιεί τις καταλήψεις ως μέσα συλλογικού αγώνα που ιστορικά έχουν επιλεγεί (ως ένδειξη διαμαρτυρίας και μέσο εργασιακών διεκδικήσεων στους εργατικούς αγώνες ή ως σταθερή πολιτική κίνηση όπως οι καταλήψεις και τα κοινωνικά κέντρα), και μάλιστα απέναντι σε ένα θολό και αόρατο «δημόσιο συμφέρον». Στόχο έχει τον εκφοβισμό της επιλογής της αντίστασης. Στόχος είναι να εξοβελίσει κάθε προοπτική αγώνα, κάθε πρόταση διαφορετικής μορφή κοινωνικής οργάνωσης από τα κάτω, κάθε επιλογή αντιπαράθεσης με την εξουσία, ακόμα και αν πρόκειται για απλή διαμαρτυρία. Και αυτό όχι στη λογική του «μάταιου» και του «αναποτελεσματικού» των κοινωνικών αντιστάσεων, αλλά γιατί η επιλογή της αντίστασης και του αγώνα θεωρείται εγκληματική και επικίνδυνη. Οπότε και η νομική θωράκιση που είναι παράλληλη με τη φυσική καταστολή, τους καθιστά παράνομους.

Η χρονική στιγμή που επιλέχθηκε δεν είναι ανεξάρτητη από το προεκλογικό πανηγύρι που στήνεται γύρω από την ακροδεξιά ατζέντα με ιδεολογικό κέντρο την «ασφάλεια» και την υπόσχεση για «κοινωνική ειρήνη». Το μόνο πεδίο όπου μπορούν πια να δώσουν υποσχέσεις είναι το πεδίο του  νόμου και της τάξης. Αυτό το δόγμα του νόμου και της τάξης προεκλογικά περιλαμβάνει: τη εξαφάνιση των μεταναστών χωρίς χαρτιά, την πάταξη της εγκληματικότητας και την εξάλειψη των κοινωνικών ταραχών. Και για να γίνουν αυτά απαιτείται η εγκατάσταση ενός διευρυμένου δικτύου αστυνομοκρατίας και επόπτευσης όλων των πτυχών κοινωνικής ζωής.

Η έλλειψη έκφρασης πειστικής πρότασης διεξόδου από την κρίση από την πλευρά της εξουσίας, η οικονομική τρομοκρατία και η αναβάθμιση της καταστολής  συνθέτουν ένα πολιτικό πεδίο εχθρικό προς την κοινωνία. Παράλληλα, επιλέγεται με όλο και αυξανόμενη ένταση η επιπλέον σκλήρυνση αυτών των πολιτικών, αδιαφορώντας για την απόσπαση συναίνεσης ή μη και τη κοινωνική νομιμοποίηση ή όχι των πρακτικών αυτών. Φαίνεται ότι η κρίση που χτυπάει τον πυρήνα του καπιταλισμού απαντιέται την πλευρά του κράτους με την καταστολή. Το δημοκρατικό προσωπείο πέφτει, ο εξ’ ορισμού αυταρχικός χαρακτήρας του κράτους αποκαλύπτεται, η αστική δημοκρατία μετατρέπεται σε ένα αυταρχικό καθεστώς με πρακτικές του κράτους έκτακτης ανάγκης.  Ένα αυταρχικό καθεστώς που θα προσπαθεί να εμπεδώσει τις πολιτικές του επιλογές ανεξάρτητα από τη νομιμοποιητική του βάση, όποιες κι αν είναι οι αντιδράσεις, ανεξάρτητα από την περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας και την εχθρότητα ευρύτερων τμημάτων.

Με τον τρόπο αυτό όμως δημιουργούνται και οι όροι μιας εν δυνάμει κοινωνικής έκρηξης ως έκφραση αυτής της αποσταθεροποίησης του κοινωνικού ιστού. Και ενδείξεις προς αυτή την κατεύθυνση εμφανίζονται  με την αναβίωση της εμπιστοσύνης στη συλλογική δράση, την εμφάνιση μορφών οργάνωσης και διεκδίκησης σε γειτονιές που προτάσσουν την ισότητα, την αλληλεγγύη και την αυτοοργάνωση,  με την ανάπτυξη σπερματικών αντιστάσεων μέσω κοινωνικών και ταξικών αγώνων. Και παρόλο που όλα αυτά δεν αποτέλεσαν ανάχωμα, σηματοδοτούν τη ζητούμενη κατεύθυνση.

Για το λόγο αυτό και η  καταστολή αναβαθμίζεται σε βασικό παράγοντα για τη διατήρησης της «συνοχής» της κοινωνίας. Όμως, οι κατασταλτικές πρακτικές των τελευταίων χρόνων (κατάργηση πανεπιστημιακού ασύλου, ακραία εφαρμογή του «κουκουλονόμου», αναβάθμιση του τρομονόμου, αθρόες διώξεις αγωνιστών, διαδηλωτών και απεργών, έντονη αστυνομική βία στο δρόμο και ασυλία της αστυνομικής βίας) δεν κατάφεραν να αναστείλουν μεγάλες διαδηλώσεις με έντονη κοινωνική συσπείρωση, καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, διευρυμένες συγκρούσεις με τα ΜΑΤ.

Η ολοκλήρωση του κατασταλτικού σχεδίου δεν θα μπορούσε παρά να περιλαμβάνει τα νέα σχέδια για την περαιτέρω πειθάρχηση της κοινωνίας και συρρίκνωση της νομιμότητας: τον αναμενόμενο νόμο για τις διαδηλώσεις και την εγκύκλιο για τις καταλήψεις. Το περιεχόμενο της εγκυκλίου Τέντε το αναφέραμε στην αρχή. Για το νόμο για της διαδηλώσεις αξίζει να σημειωθεί ότι: Με βάση το σχέδιο νόμου Καμίνη, διαδηλώσεις μπορούν να απαγορευθούν «αν επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, λόγω ιδιαιτέρως πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων ιδίως κατά της ζωής, της ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας». Εξίσου μπορούν να απαγορευθούν «σε ορισμένη περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής».

Θεωρούμε ότι μέσα σε αυτή τη συγκυρία η επιλογή του Κ* ΒΟΞ δεν ήταν τυχαία.

  • Επιλέχθηκε, μέσα στο προεκλογικό κλίμα, να χτυπηθεί μια μέρα πριν την επίσημη έναρξη της λειτουργίας με εκδήλωση και συναυλία για να μην προλάβει να «κατοχυρώσει» μία αγωνιστική θέση στη γειτονιά των Εξαρχείων.
  • Επιλέχθηκε η πιλοτική κίνηση κατά των καταλήψεων μετά τη νέα εγκύκλιο να γίνει στα Εξάρχεια. Ως επίδειξη δύναμης απέναντι στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής. Για τους λόγους αυτούς για να γίνει η αστυνομική επιχείρηση απαιτήθηκε ο πολύωρος αποκλεισμός  μιας ευρύτερης περιοχής, η απαγόρευση κυκλοφορίας και εισόδου-εξόδου, και ένα τεράστιο δίκτυο αστυνομικών ελέγχων. Δημιουργήθηκε μια υγειονομική ζώνη, σαν ένα μικρό πραξικόπημα στο κέντρο της Αθήνας, προβάλλοντας ίσως μια εικόνα από το μέλλον, από αντίστοιχα πραξικοπήματα και σε άλλες γειτονιές της μητρόπολης.
  • Επιλέχθηκε γιατί το Κοινωνικό Κέντρο ΒΟΞ στα Εξάρχεια, βρίσκεται  απέναντι στις συμμορίες που δυναστεύουν το σύνολο της ζωής της περιοχής και αποτελεί μια άλλη πρόταση ενάντια στη λογική της αγοράς, του κέρδους και της εμπορευματοποίησης.
  • Γιατί αποδεικνύεται ότι η έμπρακτη αλληλεγγύη στους πολιτικούς κρατούμενους πάντα θα είναι ενοχλητική για το κράτος.

Η απάντηση σε όλα αυτά δεν δόθηκε μόνο από εμάς. Δόθηκε από το πλήθος αλληλέγγυων που ήρθαν το Σάββατο 21 Απρίλη στην πλατεία Εξαρχείων και όλες/οι μαζί σπάσαμε τις λαμαρίνες που σφράγιζαν το ΒΟΞ και ανοίξαμε το Κοινωνικό Κέντρο.

Αυτό που πρέπει να καταλάβουν καλά οι μηχανισμοί καταστολής και η πολιτική τους ηγεσία είναι πως με αυτές τις κατασταλτικές επιχειρήσεις δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να πεισμώνουν περισσότερο και να συσπειρώνουν το κίνημα των αυτοδιαχειριζόμενων και αντιστεκόμενων κοινωνικών κέντρων και εγχειρημάτων.

Άλλωστε, η διεύρυνση των κοινωνικοπολιτικών αγώνων και η δυναμική ανάπτυξης όλων των μορφών αντίστασης για να είναι αποτελεσματικές πρέπει να συμβαδίζουν με τις έννοιες της αυτοοργάνωσης, της κοινωνικής και πολιτικής αλληλεγγύης και της άρνησης των θεσμών.

Γι αυτό και οι καταλήψεις αποτελούν κίνδυνο για την κυριαρχία. Αμφισβητούν στην πράξη την εξουσία, τις καπιταλιστικές σχέσεις και τον κυρίαρχο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας προτάσσοντας την αυτενέργεια και την συμμετοχή, αντί της ανάθεσης, την εκπλήρωση των αναγκών και των επιθυμιών μας, αντί των συνθηκών που μας επιβάλλονται από τους εξουσιαστές.  Ο ίδιος ο χαρακτήρας της κατάληψης ως μια συγκρουσιακή πρακτική και ως ένα αυτοοργανωμένο εγχείρημα, στοχεύει στη δημιουργία κοινωνικών ρηγμάτων που οξύνουν τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του συστήματος. 

Πιστεύουμε ότι η πρακτική των καταλήψεων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ανατρεπτικού κινήματος και η αναβίωσή τους στις δεδομένες συνθήκες έχει τη διπλή σημασία, ως γραμμή άμυνας δημιουργίας χώρων ελευθερίας και ως επιθετική τακτική οριοθέτησης νέων επαναστατικών προοπτικών.